- ευθυπορώ
- (ΑΜ εὐθυπορῶ, -έω) [ευθύπορος]πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.)αρχ.-μσν.1. ζω ενάρετη ζωήαρχ.(για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης τῆς τροφῆς», Θεόφρ.)2. (για κίνηση) προχωρώ κατευθείαν, με άμεσο τρόπο3. κάνω κάτι κατευθείαν, τραβώ γραμμή4. (για καταστάσεις ή πράγματα) εξελίσσομαι, πηγαίνω καλά («πότμος εὐθυπορῶν», Αισχύλ.)5. (για άνεμο) βρίσκω ευθύ πόρο διαβάσεως6. (για ξύλο) έχω ευθείες ίνες.
Dictionary of Greek. 2013.